δαύω

δαύω
δαύω
Grammatical information: v.
Meaning: `sleep' (Sapph. 83), ἔδαυσεν ἐκοιμήθη; ἀδαύως ἐγρηγόρως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Improbable Güntert Reimwortbildungen 163. Not better Bechtel Dial. 1, 118: to Skt. doṣā́ `evening'. Cf. on δείελος.
Page in Frisk: 1,353

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαύω — (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση τού ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”